- ανεμπόδιστος
- η , ο [ος , ον ], ανέμποδος, η , ο беспрепятственный, свободный; открытый для всех
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνεμπόδιστος — unhindered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεμπόδιστος — η, ο (Α ἀνεμπόδιστος, ον) μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος αρχ. εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει … Dictionary of Greek
ανεμπόδιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν απαγορεύεται: Του είπε πως στο χτήμα του μπορούσε να μπαίνει ανεμπόδιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεμποδίστως — ἀνεμπόδιστος unhindered adverbial ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμπόδιστον — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc sg ἀνεμπόδιστος unhindered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστοις — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστου — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστους — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστων — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστῳ — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμπόδιστα — ἀνεμπόδιστος unhindered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)